συντυχαίνω

συντυχαίνω
συντυγχάνω ΝΜΑ [τυγχάνω / τυχαίνω]
1. συναντώ, ανταμώνω τυχαία
2. (για γεγονότα) συμβαίνω τυχαία
3. (συν. ως τριτοπρόσ.) συντυχαίνει και συντυγχάνει
τυχαίνει, συμβαίνει... (α. «συντυχαίνει να τόν γνωρίζω» β. «ξυνετύγχανέ τε πολλαχοῡ διὰ τὴν στενοχωρίαν τὰ μὲν ἄλλοις ἐμβεβληκέναι», Θουκ.)
νεοελλ.-μσν.
συνομιλώ, συζητώ
αρχ.
1. συναντώ κάποιους και εγώ επίσης
2. (αμτβ.) αποβαίνω («εὖ ξυντυχόντων και πόλεως σεσωσμένης», Αισχύλ.)
3. (το αρσ. μτχ. ενεργ. αορ. β' και ενεστ. ως ουσ. και σπαν. η μτχ. αρσ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ συντυχών και ὁ συντυγχάνων
ο πρώτος τυχών, οποιοσδήποτε
4. (το ουδ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὸ συντυχόν
το κακό, το πρόστυχο
5. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ συντυγχάνοντες
οι συναντώμενοι τυχαία
6. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεργ. αορ. β' ως ουσ.) τὰ συντυχόντα
οι περιστάσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συντυχαίνω — σύντυχα 1. συναντιέμαι τυχαία: Τον συντυχαίνει ο Χάρος. 2. στο τρίτο εν. πρόσ., συμβαίνει τυχαία να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδροσυντυχαίνω — (στην Κύπρο) μιλώ μεγαλόφωνα ή αυστηρά, οργισμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + συντυχαίνω] …   Dictionary of Greek

  • αντάω — ἀντάω (Α) 1. έρχομαι απέναντι σε κάποιον, συναντώ κάποιον 2. συναντώ κάποιον εχθρικά, έρχομαι σε σύγκρουση 3. φθάνω μέχρι, κατάγομαι από 4. παίρνω μέρος σε κάτι, μετέχω σε κάτι 5. παθαίνω κάτι από κάποιον 6. συντυχαίνω, λαχαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανταμώνω — [αντάμα] 1. συναντώ, συντυχαίνω κάποιον, σμίγω 2. (μτβ.) συνενώνω, συνδέω …   Dictionary of Greek

  • καλοσύντυχος — καλοσύντυχος, ον (Μ) κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • μισοσύντυχος — μισοσύντυχος, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. τὸ μισοσύντυχον α) απέχθεια προς τις συνεντεύξεις, προς τις συναναστροφές ή προς τις συνομιλίες β) μίσος κατά τής επιτυχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω» (πρβλ. καλο σύντυχος)] …   Dictionary of Greek

  • συναπαντήχνω — Ν (στον Ερωτόκρ.) α) συναπαντώ, συντυχαίνω («σα δε συναπαντήξουσι τα μάτια να σμιχτούσι») β) έρχομαι σε εχθρική συνάντηση, συγκρούομαι («συναπαντήχνουν τα θεριά, και τα κοντάρια πήγα / εις τον αέρα σα θεριά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. αντί… …   Dictionary of Greek

  • συντυγχάνω — ΜΑ βλ. συντυχαίνω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”